- πολυθαμβής
- -ές, ΜΑπολύ έκθαμβος, πολύ κατάπληκτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ** + -θαμβής (< θάμβος, τό «κατάπληξη»), πρβλ. μεγα-θαμβής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυθαμβέα — πολυθαμβής much frighted neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυθαμβής much frighted masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμβος — το (Α θάμβος, εος, τό και θάμβος, ὁ) 1. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα («και ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας», ΚΔ) 2. φόβος που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος 3. λαμπρότητα, μεγαλείο που προκαλεί κατάπληξη ή θαυμασμό νεοελλ. ιατρ … Dictionary of Greek
πολυθαμβέι — πολυθαμβέϊ , πολυθαμβής much frighted dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)